- κυάμειος
- κυάμειος λίϑος, ὁ, der Bohnenstein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κυάμειος — κυάμειος, ον θηλ. και κυαμεία (Α) αυτός που μοιάζει με κύαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + κατάλ. ειος] … Dictionary of Greek
κύαμος — (Cyamus). Γένος αμφίποδων καρκινοειδών, τα οποία αποτελούν εξωπαράσιτα πολλών κητωδών. Είναι γνωστά και ως ψείρες των φαλαινών. * * * ο (AM κύαμος) 1. το φυτό κουκιά 2. ο καρπός τού φυτού κουκιά, το κουκί μσν. αρχ. συν. στον πληθ. οι κύαμοι είδος … Dictionary of Greek